Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Από την εκδήλωση της ΔΗΜΑΡ στο "Μελίνα Μερκούρη"



Οι ομιλίες των δυο υποψηφίων στη Β' Πειραιά, Γεράσιμου Γεωργάτου και Μαρίας Καραφέρη στην εκδήλωση στις 4 Απριλίου με "διαιτητή" τον Χρήστο Χωμενίδη

του Γεράσιμου Γεωργάτου

Τετάρτη, 4 Απριλίου 2012. Ξεχωρίζω από τη σημερινή ειδησεογραφία:
• Αυτοκτονία 77χρονου συνταξιούχου στο Σύνταγμα
• Γαλλική ΜΚΟ προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια στο Πέραμα, όπου η ανεργία αγγίζει το 80%
• 2 εκατομμύρια ευρώ διασπάθισε σκανδαλωδώς το συνδικάτο της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ
• 92 ρουσφετολογικές τροπολογίες κατατέθηκαν από βουλευτές πριν κλείσει η Βουλή για τις εκλογές.

Ισχυρίζομαι ότι τα δύο πρώτα δεν θα είχαν συμβεί, εάν δεν υπήρχαν τα δύο δεύτερα. Αν δεν υπήρχε δηλαδή το σύμπλεγμα πελατειακών σχέσεων πολιτικής εξουσίας – συνδικαλιστικών προνομιακών συμφερόντων - κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Αυτό ευθύνεται για την τεράστια και ολέθρια κατασπατάληση πόρων οι οποίοι αποστερούνται από τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Και αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να αλλάξει.

Χρειάζεται άμεση ανανέωση και αναδιάταξη του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Και αυτός είναι ο στόχος της ΔΗΜΑΡ σε αυτές τις εκλογές: να αναδειχθεί σε ισχυρή και καθοριστική δύναμη, για να συμβάλλει στην αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος και να προωθήσει αποτελεσματικά μεταρρυθμίσεις με κοινωνικό πρόσημο. Μεταρρυθμίσεις δηλαδή που θα ωφελούν τους πολλούς, αντί για τις ισχυρές συντεχνίες, που θα ωφελούν κυρίως τους πιο αδύναμους και τα πιεζόμενα μεσαία στρώματα. Πρέπει να απαλλαγούμε το ταχύτερο από την πελατειακή και συντεχνιακή κατασπατάληση πόρων, για να μπορέσει η χώρα να ανακάμψει, για να μην έχουμε αυτοκτονίες, να μη χρειαζόμαστε ανθρωπιστική και επισιτιστική βοήθεια, για να μπορέσουμε να ανακτήσουμε τη χαμένη αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να φύγουμε από την αντίληψη ότι μόνο το κράτος έχει λεφτά και οι κοινωνικές ομάδες και τα άτομα ανταγωνίζονται ποιος θα αποσπάσει τα περισσότερα.

Ακούμε για το ΕΣΠΑ. Όμως, χωρίς αναδιάταξη και ανανέωση του πολιτικού συστήματος οι πόροι του θα κατασπαταληθούν, όπως συνέβη με τα ΜΟΠ, με το Β΄και Γ΄ΚΠΣ, με τα πακέτα Σαντέρ και Ντελόρ.
Ακούμε για λύσεις που θα έλθουν από την Ευρώπη. Όμως, και πάλι, χωρίς την αναδιάταξη και την ανανέωση του πολιτικού συστήματος, η όποια αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας με επενδύσεις σε πανευρωπαϊκά δίκτυα, θα έχει για μας περιορισμένο όφελος.
Ακούμε για ανάπτυξη. Όμως, χωρίς την αναδιάταξη και ανανέωση του πολιτικού συστήματος και χωρίς εξυγίανση, δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη. Ουδείς επενδύει –όσο κι αν μειωθεί το εργατικό κόστος– σε μια χώρα διεφθαρμένη με ασαφείς και μεταβαλλόμενους κανόνες, με γρηγορόσημα στις εφορίες, με χρωστούμενες επιστροφές ΦΠΑ 3 δις από το κράτος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Όλο αυτό το εγχείρημα της ανανέωσης του πολιτικού συστήματος και η προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, εδώ και τώρα, μέσα στο δύσκολο και ασφυκτικό περιβάλλον που ορίζεται από το μνημόνιο μέτρων και τη δανειακή σύμβαση. Εμείς λέμε ότι υπάρχει ελπίδα. Ακόμα και το ίδιο το μνημόνιο εμπεριέχει όχι μόνο περικοπές αλλά και μεταρρυθμίσεις. Όμως, το εγκλωβισμένο στις πελατειακές του σχέσεις πολιτικό σύστημα έδωσε προτεραιότητα στις περικοπές και μάλιστα με τρόπο οριζόντιο, με τρόπο δηλαδή εξ ορισμού άδικο. Οι μεταρρυθμίσεις παραπέμπονται στο μέλλον, μετά δυσκολίας και με το σταγονόμετρο.

Ποιος εχέφρων πολίτης θα είχε αντιρρήσεις για τον φορολογικό έλεγχο των προσώπων υψηλού πλούτου, για τη δημοσίευση στο διαδίκτυο της απόδοσης των Εφοριών, για τον ετήσιο έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των εφοριακών, για τη δημιουργία ενιαίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τις δημόσιες προμήθειες,;
Ποιος θα είχε αντιρρήσεις για την ενοποίηση και τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, τη μείωση του κέρδους των χονδρεμπόρων φαρμάκων κάτω από το 5%, για το κλείσιμο άχρηστων οργανισμών και φορέων του δημοσίου, για τη δημιουργία πλήρους κτηματολογικού μητρώου, τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών ή την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος;
Έχει σημασία εάν κάποια τέτοια μέτρα περιλαμβάνονται ή όχι στο Μνημόνιο; Είναι αυτό που θα τα χαρακτηρίσει νεοφιλελεύθερα ή σοσιαλιστικά;

Γι’ αυτό εμείς λέμε, ότι η επιχειρούμενη πόλωση σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις είναι ήδη ξεπερασμένη και παραπλανητική. Αποτελεί δίκη του παρελθόντος. Και δεν το λέμε για να αθωώσουμε το Μνημόνιο. Εξάλλου το καταψηφίσαμε. Και το καταψηφίσαμε ακριβώς για όσα άδικα και σκληρά μέτρα προβλέπει και γιατί εκτιμήσαμε αυτό που επιβεβαιώνεται, δηλαδή ότι η συνταγή δεν βγαίνει.
Το ουσιαστικό λοιπόν παραμένει η αναδιάταξη και ανανέωση του πολιτικού συστήματος και οι μεταρρυθμίσεις. Και αυτό πρέπει να είναι το κρίσιμο ερώτημα στις επικείμενες εκλογές. Όχι το παραπλανητικό «με το μνημόνιο ή ενάντια στο μνημόνιο», αλλά «με τις μεταρρυθμίσεις ή ενάντια στις μεταρρυθμίσεις», «με τις μεταρρυθμίσεις ή με τη στασιμότητα». Γι’ αυτό αποκρούουμε τις αδιέξοδες επαναστατικές αλλά και ακροδεξιές αντιμνημονιακές κορώνες που οδηγούν εκτός ευρώ, στην κατάρρευση και στο χάος. Γι’ αυτό αρνούμαστε την υποταγή και τον συντηρητικό συμβιβασμό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Γι’ αυτό αρνούμαστε τους εκβιασμούς και τα ψεύτικα διλήμματα περί ακυβερνησίας και αυτοδυναμίας με τα οποία επιδιώκουν να αναπαράγουν το φθαρμένο παλιό πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό επιλέγουμε και επιμένουμε σε ένα πρόγραμμα προοδευτικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που θα είναι και το κριτήριό μας για τις όποιες μετεκλογικές συμπολιτευτικές ή αντιπολιτευτικές συμπράξεις.
Ο καλύτερος τρόπος για να μην κυβερνήσει ή να μην συγκυβερνήσει η Δεξιά είναι η υπερψήφιση και η ισχυροποίηση της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ.
Για όλα αυτά είμαστε εδώ, για να τα συζητήσουμε και να μας ανακρίνετε.

της Μαρίας Καραφέρη

Από την ανάγνωση και μόνο του θέματος της εκδήλωσης καθίσταται σαφές ποια θέση στο τρίπτυχο καταλαμβάνουμε ως Δημάρ ή ποιά επιθυμούμε να καταλάβουμε.

Γιατί τόσο η ανατροπή όσο και η υποταγή διαθέτουν αυθεντικότερους εκφραστές στο υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Από την μια μεριά, το πασοκ, η νδ και το λαός, φωτογραφίζουν ακριβώς την υποταγή. Και μάλιστα, ορισμένες φορές γίνονται καρικατούρες, ψηφίζοντας νόμους που στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζουν, αποπειρώμενοι και τους κουτόφραγκους να κοροιδέψουν και στις συντεχνείες να κλείσουν το μάτι, ότι εδώ είναι βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε.

Από την άλλη μεριά, η ανατροπή ή ρήξη βρίσκει αυθεντικούς εκφραστές στο ΚΚΕ και το Σύριζα, όπως επίσης και ποικίλες ευφάνταστες στρατηγικές για την επίτευξη τους. Πρακτικές που ταυτίζουν το χουλιγκανισμό με την πολιτική έκφραση.

Επομένως, ο χώρος που φιλοδοξούμε να καταλάβουμε είναι ο χώρος της μεταρρυθμιστικής αριστεράς.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ, αναφορικά με το θέμα της σημερινής εκδήλωσης, είναι η θέση του μνημονίου μπροστά από τις κάλπες. Λες και το θέμα συνοψίζεται στο δεχόμαστε ή αρνούμαστε το μνημόνιο. Στη δική μου οπτική το δίλημμα αυτό, το οποίο από ότι φαίνεται ανάγεται σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, είναι απλουστευτικό και δεν αντιμετωπίζει την πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι καθημερινά τα τελευταία χρόνια.

Σε ένα απλό παιχνίδι λογικής, αφού το μνημόνιο φταίει για όλα τα δεινά, αν δεν υπήρχε το μνημόνιο όλα θα ήταν μια χαρά. Είναι όμως προφανές ότι και πριν την ψήφιση του μνημονίου το κράτος λειτουργούσε με απολύτως πελατειακούς όρους, ότι οι συντεχνίες βασίλευαν, ότι το ασφαλιστικό σύστημα όδευε προς κατάρρευση, ότι οι συναλλαγές με τη δημόσια διοίκηση υπάκουαν στον κανόνα 4-4-2 και ότι λεφτά δεν υπήρχαν ή όσα υπήρχαν ήταν δανεικά.

Τη ζοφερή κατάσταση που βιώνουμε δεν την προκάλεσε το μνημόνιο. Προυπήρχε. Και το να συμπυκνώνουμε όλη τη ρητορική μας στο υπέρ ή κατά του μνημονίου, πραγματικά αδικεί τη νοημοσύνη του μέσου πολίτη, αν υποτεθεί ότι αυτή η κατασκευή υπάρχει. Ο οποίος, ίσως για πρώτη φορά, αλλάζει συνείδηση. Γιατί έχει γίνει κοινή συνείδηση το “δεν πάει άλλο”, κάτι πρέπει να γίνει, να αλλάξει.

Βέβαια η αναγκαιότητα της συνείδησης βρίσκεται μάλλον σε πρωτόλεια μορφή. Να αλλάξει κάτι, πάντα για τους άλλους. Να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα των άλλων. Να παταχθεί η φοροδιαφυγή, αλλά εγώ δεν παίρνω απόδειξη. Να παταχθεί η εισφοροδιαφυγή, αλλά δουλεύω μαύρα και τσοντάρω το εισόδημα με το επίδομα του ΟΑΕΔ. Και ο κατάλογος είναι μακρύς. Η στάση βέβαια αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη. Είναι η ενστικτώδης αντίδραση σ’ ένα κράτος απόν ή τουλάχιστον ελάχιστα ανταποδοτικό.

Για να βάλουμε τα πράγματα στις διαστάσεις τους, το μνημόνιο είναι ένας νόμος πλαίσιο. Υπό την έννοια αυτή, προβλέπει συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους που πρέπει να επιτευχθούν. Στόχους πραγματικά υπερφίαλους, η επίτευξη των οποίων σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια σε ένα αποδιοργανωμένο κράτος, τους καθιστά περίπου ανέφικτους. Σύμφωνοι.

Πλην όμως, σε καμία περίπτωση, δεν προβλέπει ποιες πολιτικές είναι αυτές που θα οδηγήσουν στην επίτευξη αυτών των στόχων.

Επομένως το θέμα είναι η υπέρβαση των θεωριών συνωμοσίας, που θέλουν τους κακούς Ευρωπαίους δανειστές μας, που κάποιο λόγο θα έχουν να μας φθονούν, να θέλουν να μας εξοντώσουν, να μας απομυζήσουν την αξιοπρέπεια.

Το θέμα είναι να δοθεί το προβάδισμά στην πολιτική να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Και ποιες είναι εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις, που μπορούν να υπερβούν τον εαυτό τους και να συνδιαμορφώσουν λύσεις που να ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα των προβλημάτων. Με άλλα λόγια το μνημόνιο δεν θα ήταν μονόδρομος, αν το πολιτικό σύστημα είχε υπερβεί τις παθογένειες του και χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της χρεοκοπίας και του μνημονίου είχε προχωρήσει σε διαρθωτικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, στην δημόσια διοίκηση, στο ασφαλιστικό, στην παιδεία, στην υγεία.

Το κατεστημένο πολιτικό σύστημα την έχασε αυτή την ευκαιρία και ταυτόχρονα αποδόμησε συνολικά την εμπιστοσύνη του πολίτη στην πολιτική. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, δεν έσπασαν αβγά, δεν προχώρησαν σε καμία απολύτως μεταρρύθμιση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ταξί, που μετά αλλαγή τριών υπουργών, ανοίγει για τέταρτη φορά!

Ο ρεαλισμός επιβάλλει να δεχθούμε ότι η σημερινή κατάσταση της οικονομίας επιβάλλει επείγουσες, βαθιές και αναπόφευκτα επώδυνες μεταρρυθμίσεις: για την εξισορρόπηση και εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, την εξυγίανση του δημοσίου τομέα, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και τη δρομολόγηση μιας νέας αναπτυξιακής πορείας.

Επ’ αυτού η μεταρρυθμιστική αριστερά δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει. Οι μεταρρυθμίσεις όμως έχουν πολιτικό προσανατολισμό.

Η επιλογή της ραγδαίας δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω λιτότητας, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συμπίεσης του εργατικού κόστους, η χωρίς σχεδιασμό συρρίκνωση του κράτους, μεταφράστηκαν στην άνευ προηγουμένου περικοπή αποδοχών του συνόλου των εργαζομένων και των συνταξιούχων, στην εκτίναξη των δεικτών της ανεργίας, στην επί της ουσίας κατάργηση του εργατικού δικαίου, στην διάλυση της δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται με δυο λόγια για μια πλήρως αδιέξοδη πολιτική, για μη επιλογή. Ήδη άλλωστε, χάρη σε αυτή την πεφωτισμένη πολιτική έχουμε “σωθεί” δυο φορές και ενδέχεται να χρειαστεί να ξανασωθούμε!

Η δική μας αριστερά μιλάει για άλλου τύπου μεταρρυθμίσεις. Μιλάει για λογική. Αυτό που όλοι ψιθυρίζουμε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Μιλάει για αλλαγή του παραδείγματος. Γιατί οι λύσεις δεν πρόκειται να έρθουν ουρανοκατέβατες, ούτε από το θεό, ούτε από καμία πεφωτισμένη ηγεσία. Ούτε από τους γνωστούς πολιτικούς σωτήρες, τους ιδρυματοποιημένους του βαθέως πασοκ και της λαϊκής δεξιάς, ούτε από τους απολίτικους τεχνοκράτες. Πρέπει να υπερβούμε τον εαυτό μας, να μιλήσουμε, να συναποφασίσουμε ως κοινωνία ότι το κράτος δεν αποτελεί απλή άθροιση μονάδων, αλλά λειτουργικό σύνολο.

Τώρα το ερώτημα είναι αν πείθει η δική μας αριστερά ότι το θέλει, το πιστεύει και το μπορεί. Είναι αν η Δημοκρατική Αριστερά μπορεί να αλλάξει εργαλεία, στόχευση και συσχετισμό δυνάμεων. Αν μπορεί να θέσει στο κέντρο της ρητορικής της, την αλλαγή των δομών, την διαφάνεια και τον έλεγχο. Αν μπορεί να μας πείσει ότι το κράτος δεν είναι της δεξιάς ή της αριστεράς, αλλά ότι το κράτος είμαστε εμείς και μας αφορά όλους.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι αυτονόητη.

Από την μια δικαιούμαστε να λέμε ότι έχουμε καθαρά χέρια, γιατί ποτέ δεν κυβερνήσαμε, δεν διαχειριστήκαμε εξουσία και δημόσιο χρήμα.

Από την άλλη, στο πρώτο μάθημα του Ποινικού Δικαίου στην Νομική Σχολή μάθαμε ότι τα εγκλήματα τελούνται είτε με πράξεις είτε με παραλήψεις. Και η αριστερά μετείχε όλα αυτά τα χρόνια στο παιχνίδι με την σιωπή της, την ανοχή της και την εσωστρέφεια της. Δια παραλείψεως.

Εμείς, η Δημοκρατική Αριστερά, είμαστε ένα καινούριο κόμμα, αλλά δεν προερχόμαστε από παρθενογένεση. Έχουμε μια πορεία στο χρόνο. Και συνεχώς διευρυνόμαστε εμπλουτίζοντας την παλέτα μας και με άλλες αποχρώσεις.

Η εναλλακτική μας πρόταση διαπνέεται από λιγότερη έμφαση στη λιτότητα και μεγαλύτερη στην απασχόληση και την ανάπτυξη. Διαπνέεται από τη μέριμνα για κοινωνικά δίκαιη κατανομή των βαρών, ενώ προβλέπει και την δημιουργία δομών κοινωνικής προστασίας για την ολοένα αριθμητικά διογκούμενη τάξη των νεόπτωχων. Θέτει στο επίκεντρο την εξυγίανση και τον εξορθολογισμό του κράτους, αλλά όχι συρρίκνωσή του.

Οι προτάσεις και οι πρακτικές μας που μας διαφοροποιούν τόσο από τις δυνάμεις που δηλώνουν «αναγκασμένες» λόγω μνημονίου να προσυπογράψουν και να εφαρμόσουν εξουθενωτικές για τους εργαζόμενους πολιτικές, όσο και από τις δυνάμεις εκείνες που πίσω από την αντιμνημονιακή ρητορική κρύβουν την απόλυτη άρνηση τους απέναντι σε αναγκαίες – ανεξαρτήτως μνημονίου – μεταρρυθμίσεις.

Και η πρωτοτυπία της δικής μας πρότασης εδράζεται ακριβώς στο ρεαλισμό της. Το πρόγραμμα μας δεν είναι εφαρμόσιμο στην μετά θάνατο ζωή, στην Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στο πλαίσιο μιας μη παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η πρόταση μας, δεν αφορά αυτούς που ψηφίζουν κάποιο κόμμα για να εκφράσουν την αγανάκτηση τους, επιθυμώντας στην πραγματικότητα να κυβερνήσει κάποιο άλλο. Γιατί αυτή η αριστερά φιλοδοξεί να είναι και κυβερνώσα.
Υπό αυτό το πρίσμα, το αν τελικά είμαστε το «άλλο κόμμα» της αριστεράς μένει να αποδειχθεί, μετά τις εκλογές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου